πισινέλα

πισινέλα
η, Ν
τμήμα τής ιπποσκευής, το περιγλούτιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πισινός + κατάλ. -έλα (πρβλ. μπροστιν-έλα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • περιγλούτιο(ν) — το, Ν τμήμα τής ιπποσκευής και ειδικότερα ο ιμάντας που περιβάλλει τα οπίσθια ζώου έλξης και τού επιτρέπει να οπισθοδρομεί, να επιβραδύνει και να σταματά το όχημα, κν. πισινέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + γλουτός + επίθημα ιον. Η λ., στον λόγιο τ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”